ενσαρκώνομαι

ενσαρκώνομαι
ενσαρκώνομαι, ενσαρκώθηκα, ενσαρκωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποσαρκώνω — (AM ἀποσαρκοῡμαι, όομαι) αφαιρώ τις σάρκες νεοελλ. ( ομαι) απισχναίνομαι, αδυνατίζω αρχ. μσν. αποβάλλω τη σάρκα αρχ. 1. καθίσταμαι πυκνότερος ή σφιχτότερος 2. γίνομαι σάρκα, ενσαρκώνομαι …   Dictionary of Greek

  • βροτούμαι — βροτοῡμαι ( όομαι) (AM) (για την ενανθρώπιση του Χριστού) γίνομαι άνθρωπος, ενσαρκώνομαι αρχ. λερώνομαι με ανθρώπινο αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός* με τη σημ. «γίνομαι άνθρωπος» και < βρότος* με την αρχ. σημ. «λερώνομαι με ανθρώπινο αίμα»] …   Dictionary of Greek

  • ενανθρωπίζω — (Μ ἐνανθρωπίζω) 1. ενανθρωπώ*. παίρνω φύση και μορφή ανθρώπου, ενσαρκώνομαι σε άνθρωπο 2. ιατρ. διαβιβάζω ύλη εμβολίου μέσα από το ανθρώπινο σώμα, βλ. ενανθρωπώ …   Dictionary of Greek

  • ενανθρωπώ — ( έω) (AM ἐνανθρωπῶ) ένανθρωπίζω, ενανθρωπίζομαι, παίρνω φύση και μορφή ανθρώπου, ενσαρκώνομαι σε άνθρωπο («προσεκύνησαν Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα», Μηναία, Απόστ.) …   Dictionary of Greek

  • προαποσαρκώ — όω, Α ενσαρκώνω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποσαρκοῦμαι «αφαιρώ τη σάρκα, ενσαρκώνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • σαρκοποιώ — έω, ΜΑ [σαρκοποιός] μσν. παθ. σαρκοποιοῡμαι, έομαι (για τον Ιησού Χριστό) ενσαρκώνομαι, λαμβάνω ανθρώπινη υπόσταση αρχ. κατασκευάζω κάτι από σάρκα («σαρκοποιεῑν τὸν ἄνθρωπον ὅλον», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • σαρκώνω — σαρκῶ, όω, ΝΜΑ [σάρξ, σαρκός] 1. καλύπτω με σάρκα και, ιδίως, κλείνω πληγή, επουλώνω τραύμα ή έλκος 2. παθ. σαρκώνομαι (για τον Ιησού Χριστό) ενσαρκώνομαι, λαμβάνω ανθρώπινη υπόσταση («καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου»,… …   Dictionary of Greek

  • ενανθρωπίζομαι — αμτβ. (για το Θεό), ενσαρκώνομαι σε άνθρωπο, παίρνω ανθρώπινη μορφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”